συναποκρινομένων

συναποκρινομένων
συναποκρῑνομένων , σύν-ἀποκρίνω
set apart
pres part mp fem gen pl
συναποκρῑνομένων , σύν-ἀποκρίνω
set apart
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συναποκρίνομαι — Α [ἀποκρίνομαι] 1. εκκρίνομαι και αποβάλλομαι μαζί με κάτι άλλο («συναποκρινομένων τῶν τοιούτων... ἐν τῷ σπέρματι», Αριστοτ.) 2. αποκρίνομαι, απαντώ μαζί με κάποιον ή αμέσως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”